Η εξουσία του Ανώτατου Δικαστηρίου να εκδίδει τους δικούς του διαδικαστικούς κανόνες συνιστά εξαίρεση από τη γενική αρχή δυνάμει της οποίας η νομοθετική εξουσία ανήκει στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί εξάλλου εκτελεστική εξουσία στα θέματα που αφορούν τη λειτουργία των δικαστηρίων χωρίς αυτή να ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο και πάλι κατ’ εξαίρεση από τη γενική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Πολλές φορές υπάρχει μια παρερμηνεία ως προς τις συνέπειες της συνταγματικής αυτής επιλογής. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος έχει επανειλημμένα εκφράσει τη θέση ότι δεν έχει υπάρξει προηγούμενη διαβούλευση μαζί του προτού ληφθούν αποφάσεις στα θέματα δικαιοσύνης, ενώ σε χθεσινή επιστολή του προς το Ανώτατο Δικαστήριο αισθάνθηκε την ανάγκη, ζητώντας εκ νέου διαβούλευση, να διευκρινίσει ότι το αίτημά του δεν αναιρεί το γεγονός ότι την αποφασιστική αρμοδιότητα έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η υποχρέωση διαβούλευσης με τους αρμόδιους κοινωνικούς φορείς προφανώς δεν αναιρεί την αρμοδιότητα κάποιου φορέα. Εν προκειμένω δεν αναφερόμαστε σε άσκηση δικαστικής εξουσίας, με την έννοια της διενέργειας δίκης ή και έκδοσης αποφάσεων σε ατομικές υποθέσεις, αλλά σε άσκηση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας που κατ’ εξαίρεση από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών παραχωρήθηκε συνταγματικά στη δικαστική εξουσία. Το γεγονός αυτό συχνά παραγνωρίζεται, κατά τρόπο ώστε να εκφράζεται η άποψη ότι θα συνιστούσε ‘παρέμβαση’ στη δικαστική εξουσία το να διεξαχθούν οι αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις ως προς τα ζητήματα αυτά. Προφανώς όμως ενώ η καθαυτό άσκηση δικαστικής εξουσίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης ή διαπραγμάτευσης, το ίδιο δεν ισχύει ως προς την κατ’ εξαίρεση άσκηση εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας από το Ανώτατο Δικαστήριο. Άλλωστε αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης ή διαπραγμάτευσης δεν είναι και οποιαδήποτε ατομικού περιεχομένου διοικητική απόφαση – δεν είναι π.χ. νοητό να διαπραγματευθεί η ΕΔΥ με την ΠΑΣΥΔΥ ποιους θα διορίσει στη δημόσια υπηρεσία.
Όπως δηλαδή η Βουλή των Αντιπροσώπων προτού ψηφίσει ένα νόμο οφείλει να διεξάγει μια δημόσια διαβούλευση ή διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς που επηρεάζονται από τη νομοθεσία ή τους επιστημονικούς φορείς του τόπου, και όπως η εκτελεστική εξουσία, προτού ασκήσει την κανονιστική της εξουσία ή εκδώσει γενικής φύσης διατάγματα πρέπει να πράξει το ίδιο, την ίδια υποχρέωση έχει και το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως και οποιοσδήποτε άλλος φορέας ασκεί μια αρμοδιότητα. Το γεγονός άλλωστε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι εκείνη που έχει την αρμοδιότητα για την ψήφιση νομοθετημάτων που αφορούν στα δικαστήρια δεν έχει εμποδίσει ποτέ το Ανώτατο Δικαστήριο να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις κατά την ψήφιση της εκάστοτε νομοθεσίας και να εκφέρει τις απόψεις του, χωρίς αυτό να συνιστά ‘παρέμβαση’, αλλά αντίθετα να συνιστά αυτονόητη διαδικασία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα στο οποίο οι αποφάσεις οφείλουν να απολαμβάνουν τον μέγιστο βαθμό νομιμοποίησης. Δεν υπάρχει τίποτα που να διακρίνει τη δικαστική εξουσία, όταν ασκεί τις εκτελεστικής ή νομοθετικής φύσης αρμοδιότητές της, από τις δύο άλλες εξουσίες ως προς την αυτονόητη υποχρέωση όπως λαμβάνει αποφάσεις επί των θεμάτων που αφορούν στη δικαιοσύνη, μετά από αναγκαία διαβούλευση.
Αυτό υλοποιήθηκε – και ορθά – στην τελευταία προσπάθεια τροποποίησης των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, μέσα από τη δημιουργία επιτροπής θεσμών στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των επαρχιακών δικαστηρίων, των δικηγόρων, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και των πρωτοκολλητείων. Και το ίδιο θα έπρεπε ήδη να έχει συμβεί ως προς το ζήτημα της λειτουργίας των δικαστηρίων χωρίς να προκύπτει ανάγκη δημόσιας αλληλογραφίας από το αρμόδιο σώμα των δικηγόρων – χωρίς τους οποίους προφανώς και δεν υπάρχει σύστημα δικαιοσύνης. Το ζήτημα δεν είναι βέβαια ούτε και θέμα διελκυστίνδας μεταξύ δικηγορικού σώματος και δικαστικής εξουσίας – άλλωστε και χωρίς δικαστές δεν υπάρχει σύστημα δικαιοσύνης. Η αρμοδιότητα άλλωστε εύκολα αφαιρείται και δίνεται αλλού, αν χρειαστεί με τροποποίηση του Συντάγματος. Το θέμα είναι όμως υπαρξιακό. Η δικαιοσύνη στην χώρα μας δεν ικανοποιεί εδώ και χρόνια κανένα, ούτε τους πολίτες, ούτε τους δικηγόρους, ούτε τους δικαστές. Δεν θα πρέπει να μας απασχολεί σήμερα ποιος έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει, αλλά ποιος έχει ευθύνη να διορθώσει την κατάσταση. Δεν είμαστε πλέον στο παρά πέντε. Το σύστημα κατάρρευσε και πλέον όσοι επιβιώσουν πρέπει να το ξαναχτίσουμε.